-
1 ανακρίβεια
η1) неточность; погрешность, ошибка; 2) ложь -
2 ανακρίβεια
[анакривиа] ουσ. Θ. неточность, неверность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανακρίβεια
-
3 ανακρίβεια
[анакривиа] ουσ θ неточность, неверность. -
4 ανακρίβεια
belirsizlik -
5 ανακρίβεια
infidélité -
6 ανακρίβεια
nepřesnost -
7 ανακρίβεια
inaccuracyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακρίβεια
-
8 nepřesnost
ανακρίβεια -
9 inaccuracy
ανακρίβεια -
10 неточность
-
11 неточность
η ανακρίβειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неточность
-
12 ошибочно
εσφαλμένα, κατά λάθος, από λάθος-ость το λάθος, η ανακρίβεια-ый λανθασμένος, εσφαλμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибочно
-
13 неверность
неверн||остьж1. (неправильность) ἡ ἀνακρίβεια, ἡ σφαλε-ρότητα·2. (измена) ἡ ἀπιστία:супру́же-ская \неверностьость ἡ συζυγική ἀπιστία. -
14 неточность
неточн||остьж ἡ ἀνακρίβεια, τό σφάλμα. -
15 imprecision
noun ανακρίβεια -
16 inaccuracy
noun (plural inaccuracies). ανακρίβεια -
17 inexactness
noun ανακρίβεια -
18 неточность
[νιτότσνασΓ] ουσ. θ. ανακρίβεια, σφάλμα -
19 average inaccuracy
French\ \ inexactitude moyenneGerman\ \ mittlere UngenauigkeitDutch\ \ average inaccuracyItalian\ \ inaccuratezza mediaSpanish\ \ inexactitud mediaCatalan\ \ -Portuguese\ \ inexactidão média; inexatidão média (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ gennemsnitlige fejlmargenNorwegian\ \ gjennomsnittlig unøyaktighetSwedish\ \ genomsnitt oriktigaGreek\ \ μέση ανακρίβειαFinnish\ \ keskimääräinen epätarkkuusHungarian\ \ átlagos pontatlanságTurkish\ \ ortalama hataEstonian\ \ keskmine ebatäpsusLithuanian\ \ -Slovenian\ \ povprečna netočnostPolish\ \ przeciętna niedokładność; przeciętna nieścisłośćRussian\ \ средняя погрешностьUkrainian\ \ -Serbian\ \ просечна нетачностIcelandic\ \ meðaltal ónákvæmniEuskara\ \ batez besteko azaltzeaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ متوسط عدم الدقةAfrikaans\ \ gemiddelde onakkuraatheidChinese\ \ 平 均 不 准 确 度Korean\ \ 평균 비정확성 -
20 неточность
[νιτότσνασΓ] ουσ θ ανακρίβεια, σφάλμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανακρίβεια — η [ανακριβής] έλλειψη ακρίβειας, αναλήθεια, σφάλμα, ψεύδος … Dictionary of Greek
ανακρίβεια — η η έλλειψη ακρίβειας: Φρόντιζε να μη λέει ανακρίβειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακριβής — ες (Μ ἀνακριβής) ο μη ακριβής, ο μη σύμφωνος προς την αλήθεια, σφαλερός, λανθασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀκριβής. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακρίβεια] … Dictionary of Greek
αναλήθεια — η ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναληθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς και χρησιμοποιείται συχνά προς αποφυγή τής λ. ψεύδος, ψέμα που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για τον συνομιλητή … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
σφάλμα — το, ΝΜΑ [σφάλλω] παράπτωμα, λάθος (α. «δεν ομολογεί ποτέ το σφάλμα του» β. «πᾱν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αβλεψία, ανακρίβεια («ο λόγος του είναι γεμάτος φραστικά σφάλματα») 2. μαθημ. η… … Dictionary of Greek
σφαλερότητα — η / σφαλερότης, ητος, ΝΜ [σφαλερός] νεοελλ. η ιδιότητα τού σφαλερού, η ανακρίβεια μσν. το αβέβαιο … Dictionary of Greek
αναλήθεια — η ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα: Αυτά που σου είπε είναι αναλήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)